περιαθρώ

περιαθρώ
-έω ΜΑ
1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.)
2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιάθρησις — ἡ, Α [περιαθρώ] περισκόπηση («τῇ περιαθρήσει τῶν πραγμάτων», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”